σύνθλαση

σύνθλαση
[-ις (-εως)] η
1) дробление, размалывание; 2) см. σύνθλιψη

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "σύνθλαση" в других словарях:

  • σύνθλαση — η, Ν θρυμμάτισμα που οφείλεται σε σύνθλιψη ή σε σύγκρουση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνθλώ. Η λ., στον λόγιο τ. σύνθλασις, μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι] …   Dictionary of Greek

  • συνθλάσῃ — συνθλά̱σῃ , συνθλάω crush together aor subj mid 2nd sg (doric aeolic) συνθλά̱σῃ , συνθλάω crush together aor subj act 3rd sg (doric aeolic) συνθλά̱σῃ , συνθλάω crush together fut ind mid 2nd sg (doric aeolic) συνθλάω crush together aor subj mid… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνθλασμός — ὁ, Α [συνθλῶ] 1. συνθλαση 2. συνεκδ. σύγκρουση με κάτι άλλο («συνθλασμὸν ἤ συντριμμὸν ὀδόντων», Ησύχ.) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»